- κατεβλακευμένως
- κατ-εβλακευμένως, saumselig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεβλακευμένως — (Α) επίρρ. με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεβλακευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καταβλακέω «μεταχειρίζομαι αμελώς, απρόσεκτα»] … Dictionary of Greek
κατεβλακευμένως — κατεβλᾱκευμένως , κατεβλακευμένως slothfully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)